- κοινόπουν
- κοινόπουςof common footmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοινόπους — κοινόπους, ουν (Α) αυτός που ήλθε μετά από κοινή πορεία, ταυτόχρονα, κάνοντας κοινό ταξίδι με άλλους («κοινόπουν παρουσίαν» ταυτόχρονη άφιξη πολλών ατόμων, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πούς (πρβλ. ισχνό πους, πλατύ πους)] … Dictionary of Greek